- δυσέρωτες
- δύσερωςmasc/fem nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… … Dictionary of Greek